- δίζως
- δίζως, ων,A of double form, of Pan, Theoc.Syrinx5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίζως — δίζως, ο (Α) (για τον Πάνα) αυτός που έχει διπλή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ζως, παράλληλος τ. του ζωός*] … Dictionary of Greek